ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΑΛΙΚΙΑΣ
Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος από 20/2/1984 έως 20/2/1992.
Υποδιοικητής Τράπεζας της Ελλάδος από 16/11/1981 έως 20/2/1984.
O κεντρικός τραπεζίτης που απελευθέρωσε το τραπεζικό σύστημα
Tου Νίκου Νικολάου (Hμερομηνία : 03-05-2008 εφημερίδα Καθημερινή )
Τον Απρίλιο του ’86 η δημοσίευση της ετήσιας έκθεσης του διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος προκάλεσε σεισμό στην κυβέρνηση της δεύτερης τετραετίας του Ανδρέα Παπανδρέου. Η αιτία ήταν οι αιρετικές για την εποχή απόψεις που εξέφρασε ο διοικητής κ. Δημ. Χαλικιάς, ο οποίος είχε αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για να περιγράψει τις διαρθρωτικές αλλαγές που χρειάζονταν να γίνουν για να εξυγιανθεί η οικονομία και να επανέλθει στην αναπτυξιακή τροχιά από την οποία είχε αποκλίνει από τις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Κατ’ αρχήν ο καινοφανής όρος διαρθρωτικές αλλαγές εθεωρήθη από τους ακραιφνείς σοσιαλιστές ως αντιστρατευόμενος την πολιτική της αυτοδύναμης ανάπτυξης που επεδιώκετο υπό την ηγεμονία του κράτους και με δύναμη κρούσης τις κοινωνικοποιημένες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Και πράγματι είχαν δίκαιο αφού ο κ. Δημ. Χαλικιάς ζητούσε ουσιαστικά την αποκρατικοποίηση της οικονομίας, συνιστώντας την απελευθέρωση των αγορών, προσώπων (κατάργηση των κλειστών επαγγελμάτων), προϊόντων, εργασίας και κεφαλαίου, ώστε να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό κλίμα που θα επέτρεπε στον ιδιωτικό τομέα να προχωρήσει σε επενδύσεις. Επιπλέον, ο κ. Χαλικιάς συνιστούσε μια γενναία φορολογική μεταρρύθμιση που θα ελάφρυνε μισθωτούς και επιχειρήσεις και η οποία θα συνδυαζόταν με μια σφιχτή δημοσιονομική πολιτική εξάλειψης των μεγάλων ελλειμμάτων που άφηνε ο προϋπολογισμός.
Οι λαϊκιστές
Στις αντιδράσεις κατά του διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος για τις προωθημένες αυτές προτάσεις του πρωτοστάτησαν οι λαϊκιστές της κυβέρνησης υπό τον Μένιο Κουτσόγιωργα και οι κομματικοί υπό τον Γιώργο Γεννηματά. Το περίεργο ήταν ότι μαζί τους συντάχθηκε και ο τότε υπουργός Εθνικής Οικονομίας κ. Κώστας Σημίτης, ο οποίος, αισθανόμενος ενοχές για τη σκληρή πολιτική λιτότητος που εφάρμοζε, σήκωνε και αυτός τη σημαία του σοσιαλισμού για να εξιλεωθεί απέναντι των μελών του ΠΑΣΟΚ. Ο Σημίτης μάλιστα έθεσε ανοιχτά θέμα Χαλικιά σε μια συνάντηση που είχαν οι δυο τους με τον Παπανδρέου στις επόμενες ημέρες. Ο κ. Χαλικιάς είπε με θάρρος στον Ανδρέα ότι πρώτον η Τράπεζα της Ελλάδος είναι ανεξάρτητη από την κυβέρνηση και δεύτερον πρόσθεσε: «Εγώ θα λέγω πάντοτε τις απόψεις μου και εάν δημιουργώ πρόβλημα στην κυβέρνηση δεν έχετε παρά να ζητήσετε την παραίτησή μου». Ο Ανδρέας δεν απάντησε στον Χαλικιά, αλλά στρεφόμενος προς τον Σημίτη του είπε: «Ακου Κώστα, τον Δημήτρη τον ξέρω από πολύ παλαιά και καλό είναι εσείς οι νεότεροι να διαβάζετε και να μελετάτε τα κείμενά του».
Το παρελθόν
Αλλά και αργότερα, όσες φορές ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος ερχόταν σε σύγκρουση με τον υπουργό Οικονομικών Δημήτρη Τσοβόλα, για τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, ο Ανδρέας παρενέβαινε υπέρ του Χαλικιά, ο οποίος από τότε μου έλεγε πως ο Παπανδρέου αισθανόταν ότι μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα προστατεύει την οικονομία της χώρας. Αλλωστε, ο δεσμός του Ανδρέα με τον Χαλικιά πήγαινε πίσω στη δεκαετία του ’60. Οπως θυμούνται οι αναγνώστες αυτών των αφηγήσεων, ο Δημήτρης Χαλικιάς ξεκίνησε από συνεργάτης του Γεωργίου Καρτάλη, για να γίνει στη συνέχεια έμπιστος του Γεωργίου και αργότερα του Ανδρέα Παπανδρέου. Αλλωστε, ο Χαλικιάς ως διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος από τον Φεβρουάριο του 1984 έως το 1992 ήταν τύποις και ουσία ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού. Και θα θυμούνται επίσης οι αναγνώστες ότι, όπως έχω γράψει, ο Δημήτρης Χαλικιάς ήταν αυτός που ανέβηκε στο Καστρί τις παραμονές των εκλογών του ’85 και απεκάλυψε στον Ανδρέα ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας μόλις και επαρκούσαν για τις εισαγωγές λίγων μηνών και ότι η οικονομία βάδιζε ταχέως προς χρεωκοπία. Ο Ανδρέας ανήσυχος του ζήτησε να του τα γράψει όλα αυτά και να τα συνοδεύσει με προτάσεις για μέτρα και ο διοικητής του υπέβαλε μετά τις εκλογές του Ιουνίου, στις 25 Ιουλίου, μια έκθεση τεκμηριωμένη με αδιάσειστα στοιχεία για την κρισιμότητα της κατάστασης της οικονομίας και συνιστούσε την άμεση εφαρμογή ενός σταθεροποιητικού προγράμματος. Ο Ανδρέας τον συμβουλεύθηκε και για το πρόσωπο που έπρεπε να αναλάβει την εφαρμογή αυτού του προγράμματος και σε λίγες ημέρες αντικατέστησε τον Γερ. Αρσένη με τον Κώστα Σημίτη.
Ολα αυτά τα είχα παρακολουθήσει από κοντά και είχα γράψει αρκετές πληροφορίες για τις ραγδαίες αλλαγές που έρχονταν, στην «Καθημερινή». Σήμερα, πάντως, μπορώ να βεβαιώσω ότι ο Δημήτρης Χαλικιάς με τη σεμνότητα και το χαμηλό προφίλ που έβγαζε προς τα έξω, στην πράξη συνέχιζε την παράδοση Ζολώτα, του ασυμβίβαστου, δηλαδή, στις απόψεις του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας που έβγαινε αντίθετος προς τις λαϊκίστικες και κομματικές επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης στα θέματα της οικονομίας. Αλλωστε, η σκληρή στάση του στο σκάνδαλο Κοσκωτά επιβεβαίωσε ότι όντως είχε καταστήσει πλέον την Τράπεζα της Ελλάδος ανεξάρτητη από την κυβέρνηση.
Ομως, νομίζω ότι η μεγάλη συνεισφορά στον τόπο του κ. Χαλικιά που δικαιώνει και καταξιώνει το έργο του είναι η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και των επιτοκίων που επέτρεψε για πρώτη φορά στην Τράπεζα της Ελλάδος να ασκήσει μια νομισματική πολιτική, με βάση τους μηχανισμούς της αγοράς και όχι με διοικητικά και πολιτικά μέτρα. Το έργο του Χαλικιά αναγνωρίσθηκε απ’ όλους τους διεθνείς οργανισμούς (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, ΕΟΚ κ.λπ.) και οι Financial Times μίλησαν για επανάσταση στη νομισματική πολιτική. Για να αντιληφθούμε τις μεγάλες αλλαγές που έγιναν τότε, είναι ανάγκη να θυμηθούμε ποια ήταν η κατάσταση την εποχή αυτή στο τραπεζικό μας σύστημα. Από τη δεκαετία του ’70, λοιπόν, δύο κρατικά τραπεζικά ιδρύματα (ύστερα από την κρατικοποίηση του Ανδρεάδη), η Εθνική και η Εμπορική είχαν το μονοπώλιο της τραπεζικής αγοράς με την Τράπεζα Εμπορικής Πίστεως του Γιάννη Κωστόπουλου να αγωνίζεται να σπάσει το κρατικό σύστημα εισάγοντας σύγχρονες πολιτικές εξυπηρέτησης των πελατών. Δεν ήταν όμως μόνο οι δύο κρατικές τράπεζες, αλλά και οι ειδικοί πιστωτικοί οργανισμοί (ΑΤΕ, ΕΤΒΑ, Εθνική Κτηματική, ΕΤΕΒΑ, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων) που δάνειζαν με χαμηλά επιτόκια (χαμηλότερα των επιτοκίων καταθέσεων!!!) όσες επιχειρήσεις ή κατηγορίες πολιτών επιθυμούσε ή εκάστοτε κυβέρνηση.
Μέχρι τον Ιούνιο του 1982, τη νομισματική, πιστωτική και συναλλαγματική πολιτική αποφάσιζε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία καθόριζε με την έγκριση ετησίων προγραμμάτων το ύψος, την κατανομή, τις προϋποθέσεις και τους όρους των δανειοδοτήσεων. Βασική επιδίωξη της πιστωτικής πολιτικής την περίοδο αυτή ήταν η κατανομή των οικονομικών πόρων που διοχετεύονταν μέσω του πιστωτικού συστήματος σε «παραγωγικές» δραστηριότητες, δηλαδή κυρίως στη βιομηχανία και το εξαγωγικό εμπόριο, ενώ στη δανειοδότηση των λοιπών οικονομικών δραστηριοτήτων, που κρίνονταν λιγότερο παραγωγικές ή και ανεπιθύμητες, όπως π.χ. το εμπόριο και οι υπηρεσίες επιβάλλονταν πιστωτικοί περιορισμοί!
Αυτό το απολύτως ελεγχόμενο πιστωτικό σύστημα ήταν φυσικό στην πράξη να οδηγεί σε παραβιάσεις των κανόνων από τις τράπεζες. Η Εθνική και η Εμπορική ελέγχονταν όχι μόνο από την κυβέρνηση, αλλά και από τις μεγάλες βιομηχανίες και επιχειρήσεις που δανειοδοτούσαν, με αποτέλεσμα να μη δίνουν δάνεια στους ανταγωνιστές τους και να ορίζουν επιτόκια χαμηλά, κάτω του πληθωρισμού, για τους εκλεκτούς τους πελάτες. Τότε σπαταλήθηκαν τα αποθεματικά των ταμείων και τότε με την υπερδανειοδότηση με φθηνό χρήμα άρχισαν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την εμφάνιση των προβληματικών επιχειρήσεων λίγα χρόνια αργότερα.
Αδιέξοδα
Ο Ανδρέας που έβλεπε τα αδιέξοδα αυτού του πολύπλοκου συστήματος των διοικητικών ρυθμίσεων ζήτησε από τον Χαλικιά, τον Αύγουστο του ’82, οικονομικό τότε σύμβουλο της Τραπέζης της Ελλάδος, αλλά που ουσιαστικά ασκούσε καθήκοντα διοικητού μια και ο Αρσένης που ήταν διοικητής ήταν και υπουργός Συντονισμού, την άποψή του και αυτός του πρότεινε την κατάργηση της Νομισματικής Επιτροπής που με τη σύμφωνη γνώμη και του Αρσένη πραγματοποιήθηκε αμέσως με τον νόμο 1266/82. Οι ευρύτατες αρμοδιότητες της Νομισματικής Επιτροπής μεταβιβάστηκαν τώρα στην Τράπεζα της Ελλάδος και της έδωσαν τη δυνατότητα να προχωρήσει σε ριζική μεταβολή στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και στην απελευθέρωση του πιστωτικού συστήματος και των επιτοκίων, τα οποία ήταν στην πράξη το εργαλείο για την άσκηση νομισματικής πολιτικής.
Οπως εξηγεί ο κ. Δημ. Χαλικιάς: «Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο υπό τις επικρατούσες τότε αντιλήψεις και τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα που θα μπορούσαν να θιγούν. Για τον λόγο αυτό, η απελευθέρωση ήταν σταδιακή, προχώρησε όμως με επιταχυνόμενο ρυθμό από τα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Τα επιτόκια
Αρχικά, υπήρξε ενοποίηση προς τα πάνω της μεγάλης ποικιλίας των χαμηλών τραπεζικών επιτοκίων. Τα χαμηλά επιτόκια άρχισαν να αυξάνονται με αποφάσεις της Τραπέζης της Ελλάδος. Σε πολλές περιπτώσεις αποφασίστηκαν διαδοχικές αυξήσεις, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τα χαμηλά επιτόκια καταργήθηκαν και αυτομάτως στις σχετικές κατηγορίες δανείων ίσχυε ένα σημαντικά υψηλότερο επιτόκιο. Τελικά, η μεγάλη ποικιλία επιτοκίων τραπεζικού δανεισμού αντικαταστάθηκε από δύο βασικά επιτόκια, ένα για τις βραχυπρόθεσμες πιστώσεις (21,5%) και ένα για τα δάνεια μέσης και μακράς προθεσμίας (18%). Αλλά και τα επιτόκια αυτά εξακολουθούσαν να είναι διοικητικά καθοριζόμενα, γεγονός που δεν επέτρεπε στην Τράπεζα της Ελλάδος να ασκήσει αποτελεσματική νομισματική πολιτική, που ήταν η κεντρική της επιδίωξη.
«Το επόμενο δυσκολότερο, αλλά αναγκαίο βήμα ήταν η απελευθέρωση των επιτοκίων. Το αποφασιστικό βήμα έγινε στις 30 Ιουνίου 1987, όταν η Τράπεζα της Ελλάδος καθόρισε ελάχιστο όριο επιτοκίων 21% για όλες τις βραχυπρόθεσμες πιστώσεις των εμπορικών τραπεζών».
Με τη μετάβαση αυτή από τα ανώτατα επιτρεπόμενα επιτόκια στα ελάχιστα χαμηλότερα, ο κ. Χαλικιάς έκοψε τον γόρδιο δεσμό που κρατούσε αιχμάλωτο το τραπεζικό σύστημα. Δεδομένου ότι το ελάχιστο αυτό επιτόκιο ήταν χαμηλότερο από το επίπεδο ισορροπίας, οι εμπορικές τράπεζες άρχισαν να προσδιορίζουν οι ίδιες τα επιτόκια δανεισμού, ενώ τον Νοέμβριο του 1987 απελευθερώθηκαν και τα επιτόκια καταθέσεων προθεσμίας και ταμιευτηρίου και σταμάτησε η λεηλασία των αποθεματικών των ταμείων. Η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν πλέον σε θέση να επηρεάζει το ύψος των τραπεζικών επιτοκίων, μέσω κατάλληλων παρεμβάσεών της στις χρηματοπιστωτικές αγορές και μέσω μεταβολών του επιτοκίου της στις υπεραναλήψεις των τραπεζών από τους τρεχούμενους λογαριασμούς τους.
Χάρις σε αυτές τις αλλαγές, που έγιναν τότε από τον κ. Χαλικιά, δημιουργήθηκε σταδιακά το νέο τραπεζικό τοπίο με τις ισχυρές ιδιωτικές τράπεζες που ζούμε σήμερα.