Γράφει ο Ηλίας Θωμόπουλος 25/01/2010
Αγαπητές αναγνώστριες και αγαπητοί αναγνώστες,
Τα παραμύθια, όπως ξέρουμε, είναι κείμενα για προβληματισμό, ηθικό δίδαγμα και σχολιασμό. Τούτο το παραμύθι το έδωσε ο καθηγητής οικονομίας του πανεπιστημίου Νότιας Ντακότα Thomas Davies στους τελειόφοιτους φοιτητές του, για να το σχολιάσουν. Ο ίδιος απέφυγε να σχολιάσει την αξία του, ως μοντέλο της λειτουργίας της φορολογικής πολιτικής. Θέλησε να δώσει στα παιδιά την ευκαιρία να αναπτύξουν αμερόληπτα την κριτική σκέψη τους. Σκέφτηκα ότι κάποιοι αναγνώστες θα επιθυμούσαν να μετάσχουν στον προβληματισμό του. Ιδού λοιπόν:
Δέκα γνωστοί έτρωγαν κάθε βράδυ στην ταβέρνα. Ήσαν δίκαιοι άνθρωποι. Γι αυτό είχαν συμφωνήσει να πληρώνουν όλοι μαζί, ως ομάδα, το φαγητό τους, σύμφωνα με τον τρόπο που πληρώνουν και τους φόρους τους. Έτσι, ο λογαριασμός, που ήταν 100 ευρώ, πληρωνόταν ως εξής: οι πρώτοι τέσσερις -οι φτωχότεροι- δεν πλήρωναν τίποτα. Ο πέμπτος πλήρωνε 1 ευρώ, ο έκτος 3 ευρώ, ο έβδομος 7, ο όγδοος 12, ο ένατος 18 και ο δέκατος -ο πλουσιότερος- 59 ευρώ.
Τα πράγματα οξύνθηκαν τόσο που οι εννέα περικύκλωσαν τον δέκατο και άρχισαν να τον χτυπούν. Το επόμενο βράδυ ο δέκατος δεν εμφανίστηκε στην ταβέρνα. Οι εννέα έφαγαν χωρίς αυτόν. Όταν όμως ήρθε ο λογαριασμός, ανακάλυψαν ότι η απουσία του ήταν καθοριστική. Έλειπαν 52 ευρώ για να συμπληρωθεί ο λογαριασμός.
Μετά από καιρό, ο ταβερνιάρης, ευχαριστημένος από τη σταθερή αυτή πελατεία και με στόχο να τους κρατήσει πελάτες, τους ανακοίνωσε ότι από σήμερα τους κάνει έκπτωση 20% και ότι, συνεπώς, ο λογαριασμός τους θα ήταν 80 ευρώ. Οι δέκα δέχτηκαν με ευχαρίστηση την έκπτωση και επέμειναν στην απόφασή τους να πληρώνουν όπως πληρώνουν τους φόρους τους. Κάθησαν λοιπόν να κατανείμουν μεταξύ τους την ελάφρυνση της υποχρέωσής τους. Για τους τέσσερις πρώτους δεν υπήρχε πρόβλημα: θα συνέχιζαν να τρώνε δωρεάν. Αλλά πώς θα μοιραζόταν το «κέρδος» (μπορείτε να το αποκαλέσετε και φορολογική ελάφρυνση) των 20 ανάμεσα στους υπόλοιπους έξη, με τρόπο που το κομμάτι που αναλογεί στον καθένα να είναι δίκαιο;
Διαίρεσαν το ποσόν της ελάφρυνσης με το έξη και βρήκαν 3.33 ευρώ. Όμως, αν αφαιρούσαν αυτό το ποσόν από το ρεφενέ καθενός, θα προέκυπτε ότι δυο ανάμεσά τους, όχι μόνο θα έτρωγαν δωρεάν, αλλά θα έβγαζαν και λεφτά από πάνω σε κάθε γεύμα. Ο ταβερνιάρης τους είπε ότι η μείωση πρέπει να γίνει όχι ποσοστιαία, αλλά αναλογικά και προθυμοποιήθηκε να την υπολογίσει για λογαριασμό τους. Μετά από λίγο, τους έφερε το λογαριασμό, που ήταν ο ακόλουθος: ο πέμπτος έμπαινε και αυτός στη δωρεάν σίτιση, μαζί με τους τέσσερις πρώτους. Ο έκτος θα πλήρωνε 2 ευρώ (αντί 3), ο έβδομος 5 ευρώ (αντί 7), ο όγδοος 9 ευρώ (αντί 12), ο ένατος 12 ευρώ (αντί 18) και ο δέκατος 52 ευρώ (αντί 59).
Αφού πλήρωσαν το λογαριασμό, οι φίλοι μας βγήκαν από την ταβέρνα. Εκεί άρχισε ο καυγάς.
«Εγώ κέρδισα μόνο ένα από τα 20 ευρώ», διαμαρτυρήθηκε ο έκτος. «Ενώ ο δέκατος κέρδισε 7. Και επιπλέον είναι πλουσιότερος. Αυτό λέγεται αδικία».
«Έτσι είναι», αναφώνησε και ο πέμπτος. Ένα ευρώ κέρδισα μόνο κι εγώ.
«Αλήθεια λένε», φώναξε ο έβδομος. Γιατί αυτός να κερδίσει 7 ευρώ κι εγώ μόνο δυο; Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι».
«Για μισό λεπτό», ούρλιαξαν οι τέσσερις πρώτοι. «Εμείς δεν πήραμε τίποτα. Το σύστημα εκμεταλλεύεται κυρίως τους φτωχότερους».
Τα πράγματα οξύνθηκαν τόσο που οι εννέα περικύκλωσαν τον δέκατο και άρχισαν να τον χτυπούν. Το επόμενο βράδυ ο δέκατος δεν εμφανίστηκε στην ταβέρνα. Οι εννέα έφαγαν χωρίς αυτόν. Όταν όμως ήρθε ο λογαριασμός, ανακάλυψαν ότι η απουσία του ήταν καθοριστική. Έλειπαν 52 ευρώ για να συμπληρωθεί ο λογαριασμός. Ήταν όμως αργά. Ο δέκατος είχε πάει να φάει στη γειτονική ταβέρνα. Ας πούμε, στη Βουλγαρία, όπου το περιβάλλον είναι φιλικότερο.
«Για όσους καταλαβαίνουν», έγραψε ο καθηγητής στο τέλος του παραμυθιού, «δεν χρειάζεται εξήγηση. Για όσους δεν καταλαβαίνουν, δεν είναι δυνατή καμία εξήγηση. Δυνατός είναι μόνο ο σχολιασμός».