Η Απιδιά – Κώμη – Παλαιά – Απιδέα
Από το βιβλίο του Αντωνίου Δημ. Κατσώρη
(ΕΠΑΡΧΙΑ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ ΛΙΜΗΡΑΣ εκδ. 2α 1972)
Το χωριό, ως και ο γύρω τόπος είχε κατοικηθεί από της νεολιθικής εποχής. Δείτε σχετικό χάρτη.
Περί αυτού μαρτυρίαν αποτελούν τα ευρεθέντα όστρακα κάτω από τα ερείπια του φραγκικού κάστρου.
Διά πρώτην φορά ιστορικώς αναφέρεται από τον Παυσανίαν με το όνομα Παλαιά επάνω εις την κεντρικήν οδόν Σπάρτης – Γερονθρών – Ακριών – Ασωπού . Από μερικούς υπετέθη ότι δεν ωνομάζετο Παλαιά, αλλά Πλειαί, επειδή εβασίσθησαν εις γραπτάς μαρτυρίας αρχαίων, ως και νεωτέρων γεωγράφων και ιστορικών: όπως ο Πλίνιος γράφει «Πλειαί έκειτο μεταξύ το μεν Ακριών και Γυθείου, το δε ‘Ελους και Λεύκης» ο Τίτος Λίβιος «Imminet hic locus et Leucisset Acri is» ο Μύλλερ τοποθετεί τας Πλειάς μεταξύ Ακριών και Λεύκης προς Ασωπόν.
Ενώ άλλοι, όπως ο Livy (XXXY 27), ο Ληκ (III σ.8), ο Boblaye (σ.95), ο Κούρτιος (II σ.163) βασιζόμενοι εις την πληροφορίαν του Παυσανίου δέχονται ότι η πολίχνη Παλαιά υπήρχεν ακριβώς επάνω εις την δημοσίαν οδόν από Γερόνθας εις Ακριάς.
Η πολίχνη Πλειαί κατά τον Βίρχιον ήτο προάστιον της Σπάρτης, κατά δε τον Μεούρτιον « Πλειαί εστί παραποίησις του ονόματος Βοιαί». Εις τα Πλειάς υπήρχεν ιερόν Αρτέμιδος της Προστάτιδος με αφιερωτικόν ανάγλυφον.
Εις την πεδιάδα της Παλαιάς συνεκρούσθησαν αι υπό τον Φλαμινίνον ρωμαϊκαί λεγεώνες με τον υπό τον βασιλέα της Σπάρτης Νάβιν σπαρτιατικόν στρατόν.
Κατά τα μέσα του 8ου μ.Χ. αιώνος εδέχθη τον αποικισμόν των Σλαύων, ως μαρτυρείται εκ των τοπωνυμιών Κριτσόβα, Πάντοβα. Η εγκατάστασις των Σλαύων ήτο προσωρινή, διότι ταχέως επήλθε συγχώνευσις με τους εντοπίους ‘Ελληνας.
Από τον 11ον μ.Χ. αιώνα έλαβε την νέαν ονομασίαν Απιδέαι (εκ των φυομένων εκεί δένδρων). Τότε εκτίσθη και ο αξιόλογος ναός της Παναγίας.
Εις τον αργυρόβουλον λόγον του δεσπότου του Μυστρά ορίζεται δι’ όποιον εκ της πολίχνης ήθελε μεταβή εις την Μονεμβασίαν «οίος δε εξ αυτών βουληθή ελθείν εις Μονεμβασίαν, ίνα αναφέρη και ερωτά πρώον περί τούτου την βασιλείαν μου και καθώς ορίζει αυτή να γίνεται».
Κατά τους χρόνους της Φραγκοκρατίας επί του λόφου Κριτσόβα είχε κτισθή από τους Φράγκους ηγεμόνας οχυρόν φρούριον, δια να επιβλέπη και φρουρή την ζωτικήν δι’ αυτούς οδικήν αρτηρίαν από Σπάρτης εις Μονεμβασίαν.
Με τον αποικισμόν των Αλβανών εις τα ορεινά του ‘Ελους ήλθον και εγκατεστάθηκαν πολλαί οικογένειαι αυτών.
Επί Τουρκοκρατίας η πολίχνη υπέστη πολλάς δοκιμασίας και καταστροφάς.
Η πρώτη καταστροφή έγινε προ της αλώσεως της Πελοποννήσου και είχε τότε 400 οικογενείας.
Η δευτέρα καταστροφή έγινε μετά τα Ορλωφικά του 1770.
Η Τρίτη το 1825 από τον Ιμβραήμ.
Το 1828 συμφώνως προς επίσημον έκθεσιν ευρίσκετο εις την εξής κατάστασιν «οικογένειαι 25. Η γη 25 χιλιάδες στρέμματα, που είναι πρώτης, δευτέρας και τρίτης ποιότητος. Εδούλευον πριν ζευγάρια 100. Γιδοπρόβατα 2 χιλιάδες».
Μεταπελευθερωτικώς η ονομασία απλοποιήθη και από Απιδέαι έγινεν Απιδέα.
Διά δε Βασιλικού Δ/τος του 1833 έγινεν έδρα του συσταθέντος Δήμου ‘Ελους.
Α ρ χ α ι ό τ η τ ε ς.
Η Απιδέα εξαιρετικόν παρέχει ενδιαφέρον διά τους ανθρώπους της αρχαίας και βυζαντινής τέχνης.
Διά τας προϊστορικάς αρχαιότητας υπάρχουν αι αυθεντικαί πληροφορίαι των Waterhouse και Simpson (BSA τομ.55 σ.86). Ο υπεράνω του χωρίου λόφος εις τα δυτικά εκαλύπτετο από όστρακα χρονολογούμενα από τους νεολιθικούς μέχρι τους κλασσικούς χρόνους. Πρέπει να είναι η θέσις και των δύο δηλ. της Παλαιάς και του πρώην οικισμού. Δύο είδη της νεολιθικής εποχής συνελέγησαν. Το πρώτον ομοιάζει του Θεσσαλικού Α3β (Τσούντας 177) ασπροκόκκινον και έχει υπόφαια διακοσμητικά σχέδια με βλαστόν φυτού. ‘Ομοιον πήλινον αγγείον ευρέθη εις την Παλαιά Κόρινθον, εις την Νεμέαν και εις το Ηραίον του ‘Αργους. Το διακοσμημένον πήλινον αγγείον εις την Ασέαν είναι πιθανώς το ίδιον, αν και τα τεμάχριά του είναι γυαλισμένα και έχουν σκούρον χρώμα.
Το δεύτερον είναι πολύχρωμον πήλινον αγγείον, που ανταποκρίνεταιο εις τα Β3Β Θεσσαλικά πήλινα αγγεία. ‘Ομοια ευρέθησαν εις πολλά μέρη της Πελοποννήσουν και δείχνουν χαρακτηριστικά της Υστεροελλαδικής εποχής επί της ελληνικής χερσονήσου.
Το συλλεγέν πήλινον αγγείον της Πρωτοελλαδικής εποχής είναι Α3, Ρ και Ε.
Η μεσοελλαδική εποχή αντιπροσωπεύεται 1/ από εν αγγείον του γκρίζουν μινυακού τύπου εξαιρέτου ποιότητος, 2/ εν αγγείον του κιτρινωπού Μινυακού τύπου και 3/ από εν αγγείον αγυάλιστον ζωγραφισμένον. Η πλειονότης των αγγείων της Υστεροελλαδικής εποχής είναι καλή, εγκλείουσα 1/ βάζα καλώς διακοσμημένα 2/ τεμάχια από εν όστρακον αλαβάστρου με σχέδια επάνω 3/ εν όστρακον από δοχείον με σχέδια κρίνου επάνω 4/ βάζα πλατειά και με μικρά με μορφάς επάνω 5/ κύλικες 6/ κύπελλα και 7/ στάμνες. Της πρωτογεωμεττρικής (της προδωρικής) συνελέγη το 1957 εν όστρακον. Τα πήλινα αγγεία της κλασσικής εποχής είναι στιλπνά μαύρου χρώματος.
Οι ίδιοι αρχαιολόγοι εξήτασαν και μία άλλην θέσιν, που ευρίσκεται μεταξύ Απιδιάς και Γουβών επί ενός μικρού οροπεδίου,1/2 χιλιομέτρου από την κορυφήν του μικρού όρους Βόντα Ν. του δρόμου. Εσημείωσαν δε τα εξής : Εκεί υπάρχει ωραία πηγή με ροήν εντός μιας εξ απομιμήσεως βάσεως κομμένης ειις τον βράχον. Ολόκληρος η περιοχή καλύπτεται με πέτρας τοποθετημένας εις τάξιν, από κόκκινα κεραμίδια και από αγγεία στιλπνά μαύρου χρώματα της κλασσικής εποχής. Η θέσις κατοικήθη κατά τους κλασσικούς και ελληνιστικούς χρόνους.
Ουχί μακράν του δρόμου εις τα αριστερά είναι το μ ικρόν εξωκκλήσιον του Αγίου Κωνσταντίνου. Η θέσις πιθανόν ευρίσκεται επί της αρχαίας οδού από την Παλαιάν εις τας Γερόνθρας.
Σπουδαιοτέραν αξίαν έχουν οι αρχαιότητες της βυζαντινής εποχής και διατηρούν σημαίνουσαν θέσιν εις την βυζαντινήν αρχιτεκτονικήν τα ων ναών.
Πληροφορίαι κύρους αρύονται από την μελέτην του ακαδημαικού και καθηγητού Πανεπιστημίου Αναστ. Ορλανδου (επετηρίς βυζαντινών σπουδών τομ.(1927) σ.344). Εις Απιδέαν και Γεράκι διετηρήθησαν τρείς παλαιότατοι βασιλικαί (πρόκειται περί του ενοριακιύ ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου) και αξιόλογη δια τον ασυνήθιστον εν Ελλάδι αρχιτεκτονικόν τύπον. Παρουσιάζουν α υ θ ε ν τ ι κ ά δ ε ί γ μ α τ α α ν α τ ο λ ι ζ ο υ σ ώ ν β α σ ι λ ι κ ώ ν.
Ο ανατολικός τύπος εκκινήσας εκ της Ανατολίας έσταθμευσεν εις την Κρήτην εκείθεν δε ήλθε εις την Ελλάδα. Ο λακωνικός κόλπος παρέχει τον πλησιέστερον προς την Κρήτην λιμένα της Ελλάδας. Είναι λοιπον φυσικώτατον εις τα πλησίον αυτού χωρίαν Απιδέαν και Γεράκι να εύρωμεν κυρίως αυθεντικά δείγματα ανατολιζουσών εκκλησιών. Ο ανατολικός τύπος επορεύθη εις την Δύσιν.
Η ανεύρεσις βασιλικών εν Απιδέα και Γερακίω ανατολικού τύπου ενισχύει κατά πολύ την γνώμην περί της μεγάλης επιδράσεως ην έσχεν επί της ελληνικής ναοδομίας κατά τον Μεσαίωνα ή αρχιτεκτονική των εκκλησιών της Ανατολής.
Αλλά και ο Millet (L’ecole Oregue dans l’ architecture Byzantine Pariw 1916 σ.36) διευρευνων την αρχιτεκτονικήν των εν Ελλάδι βασιλικών κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι από Μακεδονίας μέχρι Πελοποννήσου ( Απιδέας και Γερακίου ) εφηρμόσθη κυρίως ή μετά κτιστής μέσης καμάρας βασιλική ουχί όμως τυφλή, ως εν Ανατολή, αλλά με υψηλόν φωταγωγόν φέροντα πολλά παράθυρα, όπως συνηθίζοντο όμοιοι φωταγωγοί εις βασιλικάς ελληνιστικού τύπου (Καστοριάν, ΄Αρταν, Βλαχέρνας κ. άλλ.) .
Αλλά λεπτομερείς πληροφορίαι αντλούνται και πάλιν από την μελέτην του Αν. Ορλάνδου « έχομεν και ενταύθα πάντα σχεδόν τα ανατολικά χαρακτηριστικά ήτοι 1 ) μεγάλην κυκλοτερή αψίδα συνοδευομένην υπό δύο μικροτέρων 2) τυφλάς αψίδας τον βόρειον και νότιον τοίχον 3) κυλινδρικούς θόλους υπεράνω των τριών κλιτών 4) τυφλήν καμάραν υπεράνω του μέσου κλίτους ελάχιστα εξέχουσαν υπεράνω των πλαγίων και 5) πεσσούς.
Μεταξύ δε των πεσσών τούτων υπάρχουσι και μικροί κίονες ουχί αξονικώς προς τους πεσσούς τοποθετημένοι. Οι κίονες ούτοι προέρχονται εκ προγενεστέρας του ναού περιόδου, καθ’ ήν αντί πεσσοστοιχίων υπήρχον τοξοστοιχίαι και αντί θολωτής οροφής ξυλίνη.
Εξετάζοντες τους μικρούς μαρμαρίνους κίονας, ούς διετήρησε και η μεταγενεστέρα μετασκευή, παρατηρούμεν ότι φέρουσιν ωραία ιωνικά κιονόκρανα και επ’ αυτών επιθήματα εκ του αυτού με τον κιονόκρανον λίθου ειργασμένα, κοσμούμενα δε δια φύλλων υδροβίων φυτών. Είναι λοιπόν πιθανώτατα τα κιονόκρανα ταύτα των μεταξύ του 5ου και του 9ου αίωνος χρόνων, εις ούς πρέπει να΄αναχθή και η ίδρυσις της όλης βασιλικής, ήτις αρχικώς λόγω της ισχόνητος των κιονοστοιχιών της θα ήτο αρχικώς ξυλόγλυπτος.
Διετηρήθη ως εκ θαύματος ακέραιον και αβλαβές ολόκληρον το αρχαίον μαρμάρινον τέμπλον μετά του πλουσιωτάτου διακόσμου του, όστις και λόγω των δειγμάτων του και λόγω της λίαν επιμελούς εργασίας του ανήκει ασφαλώς εις τον 11ον αιώνα.
Το επιστύλιόν του άλλωστε ομοιάζει καταπληκτικώς προς το του εικονοστασίου του οσίου Λουκά της Φωκίδας.
Το τέμπλον τούτο δεν δύναται λόγω της μορφής του να ανήκη εις την πρώτην του ναού περίοδον, αλλά θα κατεσκευάσθη κατά την μετασκευήν του ναού από ξυλογλύπτου εις θολοσκεπή.
Δια το ζήτημα της κατασκευής του ναού θα ηδύνατο να μας βοηθήση η εξέτασις του συστήματος της τοιχοποιίας των. Αλλ’ ασφαλέστερον προς χρονολόγησιν κριτήριον θα εύρωθεν εις τα γλυπτά τα κοσμούντα το τέμπλον.
Τέπλον παρόμοιον, κατά τον καθηγητήν του Πανεπιστημίου Ν. Δρανδάκην (Βυζαντιναί τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης ) συναντάται εκτός του οσίου Λουκά και εις το Πρωτάτον του Αγίου Όρους,εις την μονήν του Δαφνίου, εις τον ‘Αγιον Δημήτριον του Μυστρά.
Ο αξιόλογος αυτός ναός της Απιδέας είναι ο μοναδικός καθ’ όλην την επαρχίαν μας πρωτοχριστιανικός .
Δύναται κατόπιν τούτου να χρησιμεύση δια την ακριβή χρονολόγησιν της διαδόσεως της χριστιανικής θρησκείας εις την επαρχίαν Επιδ. Λιμηράς. Αλλ’ αυτό θα αποτελέση το θέμα μιας άλλης ειδικής, νέας ιστορικής μελέτης μου.
Οι αρχαιολόγοι Waterhouse και Simppson γράφουν ότι υπάρχουν και άλλοι ναοί ερειπωμένοι όμως. Ακόμη οτι υπάρχει και ο τάφος ενός δεσπότου του Μυστρά Παλαιολόγου είς τον ενοριακόν ναόν.
Διαβάστε επίσης το βιβλίο “ΑΠΙΔΙΑ ΚΕΝΤΡΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ” του συμπατριώτη μας Νικολάου Καλοδήμα
Οι επιδρομές του Ιμπραήμ στη Λακωνία
Με δύο επιδρομές που έκανε ο Ιμβραήμ πασάς της Αιγύπτου το 1825 και 1826, προσπάθησε να επιφέρει καίριο χτύπημα στην ελληνική επανάσταση που περνούσε δύσκολες ώρες. Βέβαια δεν πέτυχε το σκοπό του. Επέφερε όμως μεγάλες καταστροφές σε πόλεις και χωριά, σε μοναστήρια και εκκλησιές, σε δέντρα και σε κατοικίδια ζώα. Έκανε ακόμη κάτι χειρότερο. Αιχμαλώτισε πολλές εκατοντάδες Λακώνων και κυρίως γυναίκες και παιδιά, τους μετέφερε στο στρατόπεδο της Μεσσηνίας και από εκεί τους έστειλε στα σκλαβοπάζαρα της Μέσης Ανατολής και έτσι χάθηκαν για τους δικούς τους αλλά και για το ελληνικό έθνος. Ελάχιστοι από τους αιχμαλώτους εξαγοράστηκαν ή επέστρεψαν με τη σύμβαση του 1829.
Για επιδρομές αυτές, που έμειναν στην ιστορία σαν σύμβουλο της βαρβαρότητας, δεν γνωρίζουμε ακριβώς τον αριθμό των αιχμαλωτισθέντων. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους σώζονται τρεις καταστάσεις Λακώνων αιχμαλώτων. Η πρώτη φέρει ημερομηνία 24 Αυγούστου 1828 και έχει συνταχθεί από τη Δημογεροντία Λακεδαίμονας, που είχε ως έδρα το Μυστρά, και υπογράφεται από τους Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο, Νικόλα Πηλάλα και Γιαννάκη Κυουρούση.
Χαρακτηριστικό δε είναι αυτό που διαβάζουμε στο τέλος της κατάστασης. «Ψυχαί αρρένων 217, ψυχαί θηλέων 233. Ολότης αμφοτέρων 450, εκτός λάθους και λήθης».
Τη δεύτερη κατάσταση την έχει συντάξει ο τοποτηρητής Έλους Κύριλλος Παμφίλου με ημερομηνία 16 Αυγούστου 1828 με έδρα τη Σκάλα. Η τρίτη κατάσταση έχει συνταχθεί από το διοικητή Λακεδαίμονας Νικόλαο Καρόρη, με έδρα τη Σπάρτη και ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1837.
ΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΕΣ ΑΠΙΔΙΩΤΙΣΕΣ ΤΟΥ ΙΜΠΡΑΗΜ (1825) |
1 |
Προυπάνα |
θυγατέρα Αθανασίου Αλεξάκη |
10 ετών |
2 |
Χρυσούλα |
θυγατέρα Αθανασίου Αλεξάκη |
15 >> |
3 |
Γεωργίτσα |
θυγατέρα Ιωάννη Μακρή |
15 >> |
4 |
Διαμάντω |
σύζυγος Δημητρίου Μακρή |
20 >> |
5 |
Μαρία |
θυγατέρα Πάνου Μακρή |
11 >> |
6 |
Παναγιώτα |
θυγατέρα Δημητρίου Μακρή |
5 >> |
7 |
Κανέλλα |
θυγατέρα Γιάννη Μπενέση |
18 >> |
8 |
Γεωργίτσα |
Δημητρίου Ξένη |
10 >> |
9 |
Αναστασούλα |
Ηλία Σιδέρη |
20 >> |
Άλλες αναφορές στην ΑΠΙΔΙΑ
|
Το 1444 μ.χ. ο επίσκοπος Έλους Ιωακείμ, προκειμένου να συνάψει δάνειο από τον επίσκοπο Μονεμβασίας Γρηγόριο, έθεσε την Απιδιά μαζί με τρία άλλα χωριά(Νιάτα -Γούβες-Μπεζάνι) ως ενέχυρο. Κατόπιν όμως αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επανήλθε και πάλι στη δικαιοδοσία τηςεπισκοπής Έλους. |
Η Απιδιά καταστράφηκε αρκετές φορές κατά την μακραίωνη ιστορία της.
Η πρώτη καταστροφή έγινε τον καιρό της άλωσης της Πελοποννήσου. Λέγεται ότι υπήρχαν περίπου τετρακόσιες οικογένειες, φαίνονται δε σε αρκετή έκταση τα σημάδια σημαντικής κωμοπόλεως. Η δεύτερη καταστροφή έγινε μετά την επανάσταση του 1770.
“Τα σύνορα τούτου. Άρχονται από την Σκάλαν έως Ζάρβανα, εις το Καραμίνι έως την ράχην Βοϊδόρακην επιλεγόμένην, εις τες μάνδρες του Σάκου και Κερατίτσαν έως Βούντα και Βοθρλιάν, εις την Γλυκερίτσαν και του Φύλια την ράχην με την Κορανοφωλέαν και φυτείες Πεζανιώτικες εις την Στρογγυλήν Πέτραν Κουμούλαν κατά Γκαγκανιάν. Η καλλιεργήσιμος γη ειν’εύφορος, και συνίσταται περίπου των 25 χλδ. στρεμ. Είναι 1ης, 2ας, και 3ης ποιότητας, εξ ων το τρίτον της πρώτης ποιότητος. Προ της επαναστάσεως των 70 λέγεται ότι εδούλευον ζευγάρια 100 προ της ήδη διεγέρσεως 35, ήδη μόλις 20. Έχει και μέρη ποτιστικά, λεγόμενα παρά των εγκατοίκων μποστάνια όπου φυτεύουν καπνούς, τα οποία εισί ταύτα”.
Τα μποστάνια της Απιδιάς επί τουρκοκρατίας |
|
Ιδιόκτητα |
Εθνικά |
Υποθήκη |
αγριοκάλαμον
|
5 1/2
|
2 3/4
|
1 ?
|
ημεροκάλαμον
|
5 1/2
|
2 3/4 |
½ |
παλιάχουρον
|
3 1/4
|
3 3/4 |
|
ρεύμα
|
3/4
|
|
|
σπηλιά
|
4
|
|
|
χαμόσπηλον
|
9 1/2
|
2 |
3 1/4 |
παράμουζα
|
6
|
1/6 |
½ |
ντέ πριφτ’
|
3 1/2 |
1 1/4
|
2 1/2 |
ΣΥΝΟΛΟ |
39 1/2 |
7 1/4 |
15 1/2 |
Οι απώλειες στον Αγώνα του 1821
Ανατολικά ο αριθμός των οικογενειών κατά χωριό ήταν ο εξής, σύμφωνα πάντοτε με την έκθεση του τοποτηρητού της Μονεμβασίας Γεωργίου Οικονόμου: Μονεμβασία με περιοίκους 100, Βάτικα ( διηρημένη σε 6 χωριά: Φαρακλό, Λάχι, Καστανιά, Μεσοχώρι, Βελανίδια, Άγιος Μικόλαος ) 345, Κουλέντια 45, Λυρά ( με την Δαιμονιά και Ελίκα ) 98, Άγιος Νικόλαος 53, Βεκθλές 37, Φοινίκι 81, Συκιά ( με Αγίους Θεοδώρους και Αγγελώνα ) 118, Καταβόθρα 40, Πάκια 42, Μολάοι 56, Βλαχιώτη 17, Μπεζάνι 35, Γούβες 5, Απιδέα 39, Νιάτα 74, Κρεμαστή ( διηρημένη σε Κυπαρίσσι, Χάρακκα και Ρηχιά ) 74, Πιστάματα 4, και Γέρακας 55.
Ενώ πριν από την επανάσταση ο αριθμός των οικογενειών ήταν περίπου τριπλάσιος.
Στίς απώλειες όμως πρέπει να συμπεριληφθούν και οι υλικές ζημιές, όπου “η φωτιά και το τσεκούρι του Ιμπραήμ, δεν άφησε τίποτε σχεδόν”.
Οπως μπορεί κανείς να δεί στη σελίδα με τις οικογένειες της Απιδιάς μόνο μερικές οικογένειες επιβίωσαν από τον αγώνα κατά των τούρκων. Αυτό αποδεικνύεται από τον αριθμό των γεννήσεων (μία γέννηση κάθε 3-4 χρόνια) που καταγράφονταν στα μητρώα αρρένων.