Ο Παπαλάγκι κατοικεί σαν το μύδι σ΄ ένα σκληρό καβούκι. Ζει ανάμεσα σε πέτρες όπως η σκολόπεντρα μέσα στις ρωγμές της πετρωμένης λάβας. Πέτρες είναι γύρω του, δίπλα του και πάνω του. Η καλύβα του μοιάζει μ’ ένα όρθιο μπαούλο από πέτρα. Ένα μπαούλο με πολλά συρτάρια και πολλές τρύπες.
Από ένα μόνο σημείο μπορεί κανείς να μπει και να βγει στο πέτρινο καβούκι. Το σημείο αυτό ο Παπαλάγκι το ονομάζει είσοδο, όταν μπαίνει στην καλύβα και έξοδο όταν βγαίνει, παρ’ όλο που και τα δύο είναι ένα και το ίδιο πράγμα. Στο σημείο αυτό λοιπόν υπάρχει μια μεγάλη σανίδα που πρέπει κανείς να τη σπρώξει με δύναμη για να μπορέσει να μπει στην καλύβα. Ακόμη όμως βρίσκεται στην αρχή και θα πρέπει να σπρώξει πολλές ακόμη σανίδες, ώσπου να βρεθεί πραγματικά μέσα στην καλύβα.
Στις καλύβες τώρα συμβαίνει να κατοικούν περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσοι ζουν σ’ ένα μόνο χωριό της Σαμόας και γι’ αυτό πρέπει κανείς να ξέρει ακριβώς το όνομα της Άϊγκα (οικογένειας) που θέλει να επισκεφτεί. Γιατί κάθε Άϊγκα έχει για τον εαυτό της ένα ιδιαίτερο μέρος του πέτρινου μπαούλου, ή επάνω ή κάτω ή στο κέντρο, αριστερά ή δεξιά ή στη μέση. Και η μια Άϊγκα συχνά δεν ξέρει τίποτα απολύτως για τις άλλες, λες και δεν τους χωρίζει μόνο ένας πέτρινος τοίχος, αλλά είναι σαν να βρίσκονται ανάμεσά τους βουνά και λαγκάδια και πολλές θάλασσες. Συχνά δεν ξέρουν τα ονόματά τους, κι αν συναντηθούν στην τρύπα της εισόδου χαιρετιούνται μόλις και μετά βίας ή μουρμουρίζουν μέσα από τα δόντια τους κάτι στον άλλο σαν κάτι εχθρικά έντομα. Σαν να τους εξοργίζει το ότι είναι υποχρεωμένοι να ζουν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο.
Αν τώρα η Άϊγκα μένει επάνω, κάτω ακριβώς από τη στέγη της καλύβας, θα πρέπει κανείς να σκαρφαλώσει σε πολλά κλαδιά, ζιγκ-ζαγκ ή στριφογυριστά, μέχρι να φτάσει στο σημείο όπου είναι γραμμένο στον τοίχο το όνομα της Άϊγκα. Κι εκεί βλέπει κανείς μπροστά του κάτι που μοιάζει με γυναικεία ρόγα, την πιέζει μέχρι ν’ ακουστεί μια κραυγή που καλεί την Άϊγκα να έρθει. Αυτή κοιτάζει μέσα από μια μικρή, στρογγυλή τρύπα μήπως είναι κανένας εχθρός κι αν είναι δεν ανοίγει. Αν όμως αναγνωρίσει τον φίλο, ξεσφαλίζει αμέσως τη μεγάλη σανίδα, που είναι καλά ασφαλισμένη με αλυσίδα και την τραβά προς το μέρος της, έτσι ώστε να μπορεί ο ξένος να μπει μέσα από τη σχισμάδα στην πραγματική καλύβα.
Η πραγματική καλύβα τώρα είναι χωρισμένη με πολλούς πέτρινους όρθιους τοίχους και σπρώχνοντας πολλές σανίδες, προχωρά κανείς από μπαούλο σε μπαούλο, ενώ αυτά γίνονται όλο και μικρότερα. Κάθε μπαούλο – που ο Παπαλάγκι το ονομάζει δωμάτιο – έχει μια τρύπα, αν είναι μεγαλύτερο έχει δύο ή και περισσότερες, απ’ όπου μπαίνει φως. Οι τρύπες αυτές είναι σκεπασμένες με γυαλί, που μπορεί κανείς να το απομακρύνει, όταν θέλει να μπει στα μπαούλα φρέσκος αέρας, πράγμα που είναι απαραίτητο. Υπάρχουν όμως και πολλά μπαούλα χωρίς τρύπα για το φως και τον αέρα.
Ένας Σαμοανός σύντομα θα έσκαγε μέσα σ’ ένα τέτοιο μπαούλο, γιατί από πουθενά δεν μπαίνει φρέσκο αεράκι, όπως συμβαίνει σε κάθε καλύβα της Σαμόας. Επίσης και οι μυρωδιές του μαγειρείου ζητούν διέξοδο. Συνήθως όμως ο αέρας που μπαίνει απέξω δεν είναι πολύ καλύτερος και δύσκολα καταλαβαίνει κανείς, πως ένας άνθρωπος καταφέρνει εδώ να επιζήσει και πως δεν γίνεται από τη νοσταλγία πουλί, πως δεν του φυτρώνουν φτερούγες, ώστε να μπορέσει να πετάξει μακριά, εκεί όπου είναι ο αέρας και ο ήλιος. Ο Παπαλάγκι όμως αγαπά τα πέτρινα μπαούλα του και δεν αντιλαμβάνεται πια την καταστροφικότητά τους.
Κάθε μπαούλο τώρα έχει έναν ιδιαίτερο σκοπό. Το μεγαλύτερο και το φωτεινότερο είναι για να δέχεται η Άϊγκα επισκέψεις, ένα άλλο είναι για τον ύπνο. Εδώ έχει απλωμένα τα στρώματα, δηλαδή αυτά είναι πάνω σ’ ένα ξύλινο πλαίσιο με μακριά πόδια για να μπορεί να περνά ο αέρας από κάτω τους. Ένα τρίτο μπαούλο είναι για τα γεύματα και για να κάνουν σύννεφα καπνού, ένα τέταρτο για τις προμήθειες τροφίμων, στο πέμπτο μαγειρεύουν και στο τελευταίο και το μικρότερο πλένονται. Αυτό είναι και το πιο ωραίο. Οι τοίχοι είναι σκεπασμένοι με μεγάλους καθρέφτες, το πάτωμα είναι στρωμένο με χρωματιστές πέτρες και μες στη μέση βρίσκεται μια μεγάλη πιατέλα από μέταλλο ή πέτρα, μέσα στην οποία τρέχει λιασμένο και άλιαστο νερό. Σ’ αυτή την πιατέλα, που είναι τόσο μεγάλη, μεγαλύτερη ακόμη και από τον τάφο ενός φύλαρχου, μπαίνει κανείς για να καθαριστεί και να ξεπλύνει από το σώμα του την πολλή σκόνη των πέτρινων μπαούλων. Φυσικά υπάρχουν και καλύβες με περισσότερα μπαούλα. Υπάρχουν μάλιστα καλύβες όπου το κάθε παιδί έχει το δικό του μπαούλο, καθώς και κάθε υπηρέτης του Παπαλάγκι, ακόμη και τα σκυλιά του και τ’ άλογά του.
Ανάμεσα σ’ αυτά τα μπαούλα λοιπόν ο Παπαλάγκι περνάει τη ζωή του. Μια βρίσκεται σ’ αυτό και μια στο άλλο μπαούλο, ανάλογα με την ώρα της ημέρας. Εδώ μεγαλώνουν τα παιδιά του, εδώ ψηλά πάνω από τη γη, συχνά ψηλότερα κι απ΄ όσο φτάνει ένα μεγάλο φοινικόδενδρο – ανάμεσα σε πέτρες. Πότε – πότε ο Παπαλάγκι εγκαταλείπει το ιδιωτικό του μπαούλο, όπως το ονομάζει, για να χωθεί σ’ ένα άλλο μπαούλο, που προορίζεται για τις δουλειές του, τις οποίες θέλει να κάνει ανενόχλητος, χωρίς την παρουσία γυναικών και παιδιών. Σ’ αυτό το διάστημα τα κορίτσια και οι γυναίκες βρίσκονται στο μαγειρειό και μαγειρεύουν ή γυαλίζουν τα ποδοδέρματα ή πλένουν τα πανιά. Άν είναι πλούσιες και μπορούν να έχουν υπηρέτες, κάνουν οι υπηρέτες αυτή τη δουλειά και οι ίδιες πηγαίνουν σε επισκέψεις ή κάνουν νέες προμήθειες τροφίμων.
Με αυτόν τον τρόπο ζουν στην Ευρώπη τόσοι άνθρωποι, όσα είναι τα φοινικόδενδρα που φυτρώνουν στη Σαμόα και ακόμη περισσότεροι μάλιστα. Μερικοί θα νοσταλγούν ίσως πολύ το δάσος και τον ήλιο και το άφθονο φως, αυτό ωστόσο θεωρείται γενικά αρρώστια, που θα πρέπει κανείς να καταπολεμήσει μέσα του. Αν κάποιος δεν είναι ευχαριστημένος μ’ αυτήν την πετροζωή, οι άλλοι λένε ότι πρόκειται για έναν αφύσικο άνθρωπο, που θα πει: αυτός δεν ξέρει τι έχει ορίσει ο θεός για τον άνθρωπο.
Αυτά λοιπόν τα πέτρινα μπαούλα βρίσκονται πολλά μαζί και κολλητά το’ να με τ’ άλλο, κανένα δένδρο, κανένας θάμνος δεν τα χωρίζει, στέκονται σαν άνθρωποι στη σειρά και στο καθένα κατοικούν τόσοι πολλοί Παπαλάγκι, όσοι και σ’ ένα ολόκληρο χωριό της Σαμόας. Σε απόσταση μιας πετριάς, στην άλλη πλευρά βρίσκεται μια ίδια σειρά πέτρινων μπαούλων, πάλι το ένα δίπλα στο άλλο και σ’ αυτά επίσης κατοικούν άνθρωποι. Έτσι δημιουργείται ανάμεσα στις δύο σειρές μια στενή σχισμάδα, που ο Παπαλάγκι την ονομάζει “δρόμο”. Η σχισμάδα αυτή συχνά έχει μάκρος όσο και ένα ποτάμι και είναι στρωμένη με σκληρές πέτρες. Πρέπει να βαδίσει κανείς πολύ ώσπου να βρει ένα πιο ανοιχτό σημείο. Και εδώ όμως καταλήγουν πάλι σχισμάδες το ίδιο μακριές. Έτσι μπορεί κανείς μέρες ολόκληρες να περιπλανιέται ανάμεσα σ’ αυτές τις σχισμάδες μέχρι να βρει πάλι ένα δάσος ή ένα μεγάλο κομμάτι γαλάζιου ουρανού. Ανάμεσα στις σχισμάδες σπάνια βλέπει κανείς πραγματικά γαλάζιο ουρανό, γιατί σε κάθε καλύβα υπάρχει τουλάχιστον μια και συχνά πάρα πολλές φωτιές που γεμίζουν διαρκώς τον αέρα με πολύ καπνό και στάχτη, όπως όταν ξεσπά ο μεγάλος κρατήρας στη Σαβάι. Η στάχτη πέφτει μέσα στις σχισμάδες, έτσι ώστε μεγάλα πέτρινα μπαούλα να μοιάζουν με το βούρκο στα έλη του Μανγκρόβε και στα μάτια και στα μαλλιά των ανθρώπων να χώνεται μαύρο χώμα και στα δόντια τους να μπαίνει σκληρή άμμος.
Όλα αυτά όμως δεν εμποδίζουν τους ανθρώπους να τριγυρνάν σ’ αυτές τις σχισμάδες από το πρωί μέχρι το βράδυ. Υπάρχουν μάλιστα πολλοί που το χαίρονται ιδιαίτερα. Σε μερικές μάλιστα σχισμάδες οι άνθρωποι στριμώχνονται και κυλάν εκεί μέσα σαν πηχτός βούρκος. Αυτοί είναι οι δρόμοι όπου είναι στημένα τεράστια γυάλινα κιβώτια και μέσα σ’ αυτά είναι απλωμένα όλα τα πράγματα που χρειάζεται ένας Παπαλάγκι για να ζήσει: Πανιά, στολίδια για το κεφάλι, χειροδέρματα και ποδοδέρματα, τρόφιμα, κρέας και αληθινή τροφή – όπως φρούτα και λαχανικά – και πάρα πολλά άλλα πράγματα. Είναι απλωμένα έτσι για να προκαλούν τους ανθρώπους. Κανένας όμως, όσο κι αν το έχει απόλυτη ανάγκη, δεν μπορεί να πάρει έτσι απλά κάτι. Θα πρέπει πρώτα να του δώσουν μια ειδική άδεια και να έχει προσφέρει μια θυσία.
Στις σχισμάδες αυτές καραδοκούν απ’ όλες τις μεριές πολλοί κίνδυνοι, γιατί οι άνθρωποι όχι μόνο βαδίζουν χωρίς καμιά τάξη, αλλά τους μεταφέρουν ακόμη αμάξια και άλογα προς όλες τις κατευθύνσεις ή ακόμη και μεγάλα γυάλινα μπαούλα, που γλιστράν πάνω σε μεταλλικές λωρίδες. Ο θόρυβος είναι μεγάλος. Τ’ αυτιά σου ξεκουφαίνονται, γιατί τα άλογα βροντάν με τα πέταλά τους στις πέτρες του δρόμου, οι άνθρωποι χτυπάν πάνω σ’ αυτές με τα σκληρά τους ποδοδέρματα. Τα παιδιά φωνάζουν, οι άντρες φωνάζουν από χαρά ή από φρίκη, όλοι φωνάζουν. Κυριαρχεί γενικά ένα βουητό, ένα τριζοβολητό, ποδοβολητό και αχολογητό, λες και βρίσκεσαι στον ψηλό κυματοθραύστη της Σαβάι μια μέρα που λυσσομανάει η χειρότερη θύελλα. Κι όμως το βουητό της θύελλας είναι γλυκό και δεν σου παίρνει το κεφάλι όπως αυτός ο θόρυβος ανάμεσα στις σχισμάδες.
Αυτά τώρα όλα μαζί: τα πέτρινα μπαούλα με τους πολλούς ανθρώπους, οι ψηλές σχισμάδες που τραβούν προς τα εδώ και προς τα εκεί σαν χιλιάδες ποτάμια, οι άνθρωποι εκεί μέσα, ο θόρυβος και το βουητό, η μαύρη σκόνη και ο καπνός πάνω απ’ όλα αυτά, χωρίς ούτε ένα δέντρο, χωρίς το γαλάζιο τ’ ουρανού, χωρίς καθαρό αέρα και σύννεφα – όλα αυτά αποτελούν αυτό που ο Παπαλάνγκι ονομάζει “πόλη”. Είναι η δική του δημιουργία και είναι πολύ περήφανος γι’ αυτή. Μολονότι εδώ ζουν άνθρωποι που ποτέ δεν έχουν αντικρίσει με τα μάτια τους ένα δέντρο, ποτέ ένα δάσος, ποτέ έναν καθαρό ουρανό, ποτέ το μεγάλο Πνεύμα. Άνθρωποι που ζουν σαν εκείνα τα ερπετά της λιμνοθάλασσας κάτω από τα κοράλλια, μολονότι αυτά τα βρέχει ακόμη το πεντακάθαρο νερό της θάλασσας και τα φιλάει ο ήλιος με το ζεστό του στόμα. Να είναι άραγε ο Παπαλάνγκι περήφανος για τις πέτρες που έχει μαζέψει; Δεν ξέρω. Ο Παπαλάνγκι είναι ένας άνθρωπος με εντελώς δική του λογική. Κάνει πολλά που δεν έχουν νόημα και τον αρρωσταίνουν κι όμως τα εξυμνεί και τραγουδά τραγούδια γι’ αυτά του τα κατορθώματα.
Η πόλη είναι λοιπόν αυτό που περιέγραψα. Υπάρχουν όμως πολλές πόλεις, μικρές και μεγάλες. Οι μεγαλύτερες είναι αυτές που κατοικούν οι ανώτατοι φύλαρχοι της χώρας. Όλες οι πόλεις είναι διασκορπισμένες σαν τα δικά μας νησιά στη θάλασσα. Άλλοτε απέχουν όση ώρα κάνουμε εμείς για να φτάσουμε στη θάλασσα, άλλοτε όμως και μια ολόκληρη μέρα. Όλα τα πέτρινα νησιά συνδέονται μεταξύ τους με σημαδεμένα μονοπάτια. Μπορείς όμως να ταξιδέψεις και μ’ ένα πλοίο της ξηράς που είναι λεπτό και μακρύ σαν σκουλήκι, ξερνάει συνέχεια καπνό και γλιστράει πολύ γρήγορα πάνω σε μακριά σιδερένια σιρίτια, γρηγορότερα κι από ένα δωδεκαθέσιο κανό που τρέχει με τη μεγαλύτερη ταχύτητα. Αν όμως θέλεις να πεις σ’ ένα φίλο σου σε κάποιο άλλο νησί μόνο ένα Ταλόφα (χαιρετισμός των Σαμόα που σημαίνει σ’ αγαπώ), δεν χρειάζεται να πας ή να γλιστρήσεις προς αυτόν. Φυσάς τα λόγια σου σε μεταλλικές κλωστές, που πηγαίνουν σαν τις κληματαριές από το ένα πέτρινο νησί στο άλλο και γρηγορότερα και από το πέταγμα ενός πουλιού, φτάνουν τα λόγια σου στο μέρος που θέλεις.
Ανάμεσα σ’ όλα τα πέτρινα νησιά βρίσκεται η αληθινή γη, βρίσκεται αυτό που ονομάζεται Ευρώπη. Εδώ η γη είναι σε μερικούς τόπους γόνιμη κι όμορφη όπως σ’ εμάς. Έχει δέντρα, ποτάμια και δάση κι εδώ επίσης υπάρχουν μικρά αληθινά χωριά. Μ’ όλο που οι καλύβες είναι και στα χωριά από πέτρα, συνήθως περιτριγυρίζονται από καρποφόρα δέντρα και η βροχή μπορεί να τις πλένει απ’ όλες τις πλευρές και ο αέρας να τις ξαναστεγνώσει.
Στα χωριά αυτά ζουν άλλοι άνθρωποι, με διαφορετικά μυαλά από τους ανθρώπους της πόλης. Τους ονομάζουν χωριάτες. Έχουν πιο τραχιά χέρια και πιο λερωμένα πανιά από τους ανθρώπους στις σχισμάδες, παρ’ όλο που έχουν πολύ περισσότερο να φάνε από εκείνους. Η ζωή τους είναι πολύ πιο υγιεινή και πολύ πιο όμορφη από τη ζωή των ανθρώπων στις σχισμάδες. Οι ίδιοι όμως δεν το πιστεύουν αυτό και φθονούν εκείνους που ονομάζουν τεμπέληδες, επειδή δεν βάζουν τα χέρια τους στο χώμα για να βάλουν ή να βγάλουν καρπούς. Ζουν σε εχθρική σχέση μαζί τους, γιατί αναγκάζονται να μαζεύουν τους καρπούς που τρώει ο άνθρωπος των σχισμάδων, αναγκάζονται να βοσκάν και να μεγαλώνουν τα ζώα μέχρι να παχύνουν και να του δίνουν και απ’ αυτά τα μισά. Πάντως κουράζονται πολύ για να βρουν τροφή για όλους τους ανθρώπους των σχισμάδων και δεν βλέπουν το λόγο γιατί εκείνοι να φοράν ωραιότερα πανιά από αυτούς τους ίδιους και να έχουν ωραιότερα άσπρα χέρια και να μην είναι υποχρεωμένοι να ιδρώνουν πολύ στον ήλιο και να κρυώνουν πολύ στη βροχή.
Ο άνθρωπος των σχισμάδων όμως πολύ λίγο ενδιαφέρεται γι’ αυτό. Πιστεύει βαθιά ότι έχει ανώτερα δικαιώματα από το χωριάτη και ότι τα έργα του έχουν μεγαλύτερη αξία από το να βγάζει και να βάζει καρπούς στη γη. Αυτή η διαμάχη ανάμεσα στα δύο μέρη δεν είναι βέβαια τέτοια που να οδηγεί σε πόλεμο. Συνήθως ο Παπαλάνγκι, αδιάφορο αν ζει ανάμεσα σε σχισμάδες ή στην ύπαιθρο, τα βρίσκει όλα εντάξει όπως είναι. Ο άνθρωπος της υπαίθρου θαυμάζει το βασίλειο του ανθρώπου στις σχισμάδες, όταν πηγαίνει εκεί και ο άνθρωπος των σχισμάδων τραγουδά και ενθουσιάζεται όταν περνά μέσα από τα χωριά του ανθρώπου της υπαίθρου. Ο άνθρωπος των σχισμάδων αφήνει τον άνθρωπο της υπαίθρου να παχαίνει τεχνητά γουρούνια, ο δεύτερος πάλι αφήνει τον άνθρωπο των σχισμάδων να χτίζει τα πέτρινα μπαούλα του και να τ’ αγαπά.
Εμείς όμως, που είμαστε ελεύθερα παιδιά του ήλιου και του φωτός, θα μείνουμε πιστοί στο μεγάλο Πνεύμα και δεν θα του βαρύνουμε την καρδιά με πέτρες. Μόνο παραπλανημένοι, άρρωστοι άνθρωποι, που δεν κρατάν πια το χέρι του Θεού, μπορούν να ζουν ευτυχισμένοι ανάμεσα σε πέτρινες σχισμάδες χωρίς ήλιο, φως και αέρα. Ας χαρίσουμε στον Παπαλάνγκι την αμφίβολη ευτυχία του, αλλά ας τσακίσουμε κάθε του προσπάθεια να χτίσει και στις δικές μας ηλιόλουστες παραλίες πέτρινα μπαούλα και να σκοτώσει την ανθρώπινη χαρά με πέτρες, με σχισμάδες, με βρωμιά, με θόρυβο, με καπνό και με σκόνη, όπως το θέλει το μυαλό του και είναι ο στόχος του.