Ποίημα αφιερωμένο στην Απιδιά από τον Παναγιωτη Λαλούση

Για την ωραία Απιδιά
δυο λόγια θε να γράψω
γι αυτό το όμορφο χωριό
και να το περιγράψω.
Απόγονοι της κατοχής
με λιγοστά εφόδια,
γράψαν δική τους εποχή
σταθήκανε στα πόδια.
Δούλεψαν όλοι τους σκληρά,
βόηθησαν τα παιδιά τους,
τα κράτος τους αντάμειψε
κόβοντας τα καπνά τους.
Ήταν  καλό εισόδημα
από Τουρκοκρατίας,
τώρα οι Ευρωπαϊστές
μας λέν όλο αστεία.
Μας λέν φυτέψτε χαρουπιές,
μας λέν φυτέψτε ρόδια,
ειν΄ όλα επιδοτούμενα
Ελληνικά κοροΐδα.
Αυτό το όμορφο χωριό
παλιά είχε  μαγαζάκια,
τη  Θεωνία, τον Κουτσουμπό
μα και τα Τσιγκαράκια.
Γύρω απ την ξυλόσομπα
κάθονταν τα γερόντια,
κι απ το ασπρόμαυρο κουτί
ακούγαν  γεγονότα.
Τα τραπεζάκια γέμιζαν
παίκτες και απαιτήσεις,
θανάση – πόκα  έπαιζαν
άντε, ποιος θα κερδίσει.
Και στην ταβέρνα ‘‘  Μπάρμπα Λιάς ’’
στα ξύλινα βαρέλια,
κρασάκι επίναν άφθονο
γράφοντας στα τεφτέρια.
Στη δε ταβέρνα του Χαλικιά
κάναν παραγγελίες,
μία δραχμή μες στο τσι μποξ
κι άρχιζαν  ιστορίες.
Σήμερα όλα άλλαξαν,
ήρθε  καινούργιο αίμα,
τα κτίρια απέμειναν
θύμηση στον καθένα.
Νέοι με  ενδιαφέροντα
για την τεχνολογία,
ακούν πως ζούσανε  παλιά
μόνο στα καφενεία.
Ακούν πως δεν μπορούσανε
εκεί καφέ να πιούνε,
μόνοι ή με τους φίλους τους
αν δεν ενηλικιωθούνε.
Γυρνούν με τα ποδήλατα
μαθαίνουν τα σοκάκια,
παίρνουν πολλά μαθήματα
απ τα κομπιουτεράκια.
Από νωρίς τα απόγευμα
αρχίζει η Μπιρίμπα,
είν ενδιαφέρον άθλημα
κυλάει γλυκά η νύκτα.
Η πόκα τώρα χάθηκε
δεν έχει τσιλιαδόρους,
η σκέψη τους εστράφηκε
σ έξοδα  και σε φόρους.
Κάμπος με τόσες ομορφιές
μ αγόρια και κορίτσια,
χωριό με τόσες Εκκλησιές
μα με πολλά καπρίτσια.
Παλιά την είπαν Απιστιά,
μα όλοι προσκυνάμε,
την Παναγιά γονατιστοί
και την παρακαλάμε.
Στο πάνω μέρος του χωριού
είναι ο Αι – Γιαννάκης,
κι ο κόσμος πάει στην χάρη του
να ανάψει ένα κεράκι.
Της  δε  Αγίας Κυριακής
ο σύλλογος φροντίζει,
γλεντούν γύρω απ τον πλάτανο
ψητά  μοσχομυρίζει.
Και τον δεκαπενταύγουστο
γιορτάζει η Εκκλησία,
για χάρη της εκάνουμε
μεγάλη λιτανεία.
Ο Ιερέας του χωριού
πολύ καλά θα κάνει,
νεάνιδες εντός ναού
για επίτροπους να βάνει.
Κι ο Πρόεδρος του Τοπικού
να πάει να βρει κορίτσια,
γιατί επήλθε μείωση
σε γάμους και βαφτίσια.
Γι αυτό  θα καταργήσουμε
τους Βουλευτές της χώρας,
θα χτίσουμε  πολιτικές
εντός ολίγης  ώρας.
Κάτω απ τα φύλλα της μουριάς
εμπνέεται ο θαμώνας,
προτείνει αυτά που ήθελε
εδώ και τόσα χρόνια.
Φτιάχνει καλούς συνδυασμούς
έργα οκταετίας,
λύνει πολλά  προβλήματα
βάζοντας φαντασία.
Οι άρχοντες οι αιρετοί
πονάνε το χωριό τους,
και θέλουνε να στέκεται
ο κόσμος  στο πλευρό τους.
Εργάζονται φιλότιμα
δεν έχουνε συμφέρον,
χτίζουν αργά κι αθόρυβα
το αυριανό τους μέλλον.
Αλλοίμονο στον άρχοντα
που ανέβη σε  καλάμι
θα πάει στου ” βόντα ”  διακοπές
της  vodafon  να κάνει.
Ήρθε ο καιρός, ωρίμασε,
κοιτάτε το καλό μας,
έργα καλά, για τους πολλούς,
να γίνουν στο χωριό μας.
          …—-…