Μόνον 11.000 τόνοι ελαιόλαδο και 12.000 τόνοι βρώσιμης ελιάς.
Kατα πολύ είναι μειωμένη η παραγωγή της Λακωνίας σε ελιά και ελαιόλαδο σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στην διάθεσή της η Δ.Α.Ο.Κ. Λακωνίας. Μάλιστα το τελευταίο παραγωγικό έτος η μείωση αγγίζει το 50%. Κυρίως στο ελαιόλαδο αλλά και στην βρώσιμη ελιά τα στοιχεία είναι απογοητευτικά και τεκμηριώνουν την άμεση ανάγκη η Λακωνία να ενταχθεί στα προγράμματα αποζημιώσεων ΠΣΕΑ για την ελαιοκαλλιέργεια. Από τα στοιχεία που διαθέτει η Δ.Α.Ο.Κ Λακωνίας προκύπτει πολύ μεγάλη μείωση στη φετινή παραγωγή τόσο σε ελαιόλαδο όσο και σε βρώσιμες ελιές (Καλαμών). Η μείωση αυτή σε σύγκριση με τις δύο (2) προηγούμενες ελαιοκομικές περιόδους ανέρχεται σε:
55 % για το ελαιόλαδο: Από μέσο όρο 24.500 τόνους τις ελαιοκομικές περιόδους 2014-15 και 2015-16 σε εκτιμώμενη παραγωγή 11.000 τόνους την ελαιοκομική περίοδο 2016-17.
33 % για τις βρώσιμες ελιές: Από μέσο όρο 18.000 τόνους τις ελαιοκομικές περιόδους 2014-15 και 2015-16 σε εκτιμώμενη παραγωγή 12.000 τόνους την ελαιοκομική περίοδο 2016-17
Η μείωση της παραγωγής οφείλεται κυρίως στις καιρικές συνθήκες που επικράτησαν κατά τη χειμερινή περίοδο 2015-16 και την άνοιξη του 2016 και συγκεκριμένα:
– Η επικράτηση υψηλών θερμοκρασιών κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο είχε σαν αποτέλεσμα τα δέντρα να μην συμπληρώσουν τις απαιτούμενες, ανάλογα με την ποικιλία, ώρες ψύχους προκειμένου να γίνει η εαρινοποίηση των οφθαλμών με αποτέλεσμα τη μειωμένη ανθοφορία και το μεγάλο ποσοστό ατελών ανθέων. Οι ανάγκες σε ψύχος βαίνουν μειούμενες ανάλογα με την ποικιλία: Αθηνολιά, Καλαμών, Κουτσουρελιά και Κορωνέϊκη, και για το λόγο αυτό η μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής (μέχρι και 90 %) παρατηρείται στις περιοχές που καλλιεργείται κυρίως η Αθηνολιά.
– Οι μειωμένες βροχοπτώσεις της χειμερινής περιόδου (300 χιλ. βροχής για τη περιοχή της Σπάρτης τους μήνες Νοέμβριο 2015-Μάρτιο 2016) είχαν σαν αποτέλεσμα την έλλειψη εδαφικής υγρασίας κατά τη περίοδο της καρπόδεσης.
– Οι υψηλές θερμοκρασίες (30ο C – 32ο C) που επικράτησαν κατά τη περίοδο της ανθοφορίας σε συνδυασμό με τους Νότιους ξηρούς ανέμους καθώς και οι επαναλαμβανόμενες λασποβροχές, είχαν σαν αποτέλεσμα τη μειωμένη γονιμότητα της γύρης και κατ΄ επέκταση τη μειωμένη καρπόδεση.
Όπως καταγράφει η ΔΑΟΚ Λακωνίας στη μείωση της παραγωγής συνέβαλαν και οι καιρικές συνθήκες που επικράτησαν μετά τη καρπόδεση και κυρίως κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, όπου παρατηρήθηκαν: α) έλλειψη ημερών καύσωνα (θερμοκρασίες >37ο C) και β) υψηλές σχετικές υγρασίες, με αποτέλεσμα να ευνοηθούν τόσο η ανάπτυξη του Δάκου όσο και των διαφόρων μυκητολογικών ασθενειών της ελιάς όπως: το γλοιοσπόριο, το κυκλοκόνιο, η κερκόσπορα, κ.α..
Επισημαίνει δε την παρατηρούμενη κατά τα τελευταία χρόνια εναλλαγή ασυνήθιστα υψηλών και χαμηλών θερμοκρασιών, συναρτώμενη και με αντίστοιχες διακυμάνσεις υγρασίας, εν γένει αλλά και ειδικότερα κατά την περίοδο της ανθοφορίας. Το γεγονός αυτό επιδρά επί της γονιμότητας των ανθέων αλλά και των συνθηκών επικονίασης, γεγονός που περαιτέρω εξαρτάται και από το ανάγλυφο όπου χωροθετείται η καλλιέργεια κάνοντας αλλού εντονότερο και αλλού λιγότερο έντονο το φαινόμενο.